Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΝΩΣΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ  ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ  ΕΛΛΑΔΑΣ
Διεθνή πρότυπα και νέες εξελίξεις: Αδήριτη ανάγκη η ειδίκευση του ψυχολόγου που ασκεί το έργο του στην Εκπαίδευση

      Ιστορικά, σε διεθνές επίπεδο, η αποδοχή της ανάγκης στελέχωσης της εκπαίδευσης με ψυχολόγους και η αναγκαιότητα ειδίκευσής τους δεν είναι πρόσφατη. Χρονολογείται από την αρχή της ανάπτυξης της επιστήμης της Ψυχολογίας. Έχει ως αφετηρία της τον 19ο αιώνα, με την ψυχολογική μελέτη της ανάπτυξης του ατόμου, των ατομικών διαφορών και των προβλημάτων του παιδιού. Σηματοδότησε την εποχή των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που άλλαξαν την ίδια την «έννοια του παιδιού» (υποχρεωτική εκπαίδευση, οργάνωση της ειδικής αγωγής, δικαιώματα και δικαστήρια ανηλίκων, νομοθεσία της παιδικής εργασίας, θεσμοί για την προστασία των παιδιών). Λόγω αυτών των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων προέκυψε η ανάγκη για σχολικούς ψυχολόγους (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία), και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με πρωτοβουλίες του Διεθνούς Γραφείου Εκπαίδευσης, της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και της UNESCO, διοργανώθηκε η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη για τις Ψυχολογικές Υπηρεσίες για τα Σχολεία (Αμβούργο, 1954).
Ο όρος Σχολική Ψυχολογία δεν αναφέρεται απλά σε ένα γνωστικό ερευνητικό κλάδο της Ψυχολογίας ή σε θεωρίες/πρακτικές Ψυχολογίας που χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση,          ούτε αφορά σε μια ειδική κατηγορία μαθητών (π.χ. μαθητές με αναπηρία). Εξ’ αρχής θεωρείται, από τους πρωτεργάτες της, επαγγελματική ειδίκευση Ψυχολόγου και σήμερα αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς τομείς εφαρμογών της Ψυχολογίας, που διαρκώς εμπλουτίζεται. Η επαγγελματική ειδίκευση στη Σχολική Ψυχολογία οικοδομήθηκε με βάση τις πρακτικές και το θεωρητικό υπόβαθρο διαφορετικών επιστημονικών κλάδων της Ψυχολογίας (Αναπτυξιακή Ψυχολογία, Κλινική Ψυχολογία, Κοινωνική Ψυχολογία, Νευροψυχολογία, κ.α.), στην προσπάθεια να γίνουν κατανοητά και να επιλυθούν προβλήματα που ανακύπτουν στην εκπαίδευση.
Η Σχολική Ψυχολογία σήμερα διαφέρει από χώρα σε χώρα, έχοντας περάσει από διάφορα εξελικτικά στάδια, στη βάση μιας παγκόσμιας προοπτικής προαγωγής της επιστημονικής γνώσης. Μέσα από την έρευνα και τη θεωρητική επεξεργασία αναπτύσσονται οι βασικές αρχές και στρατηγικές για την οργάνωση αποτελεσματικών ψυχολογικών υπηρεσιών, με στόχο την επίλυση προβλημάτων στην εκπαίδευση, καθώς και η αντιστοίχιση του ρόλου με τα απαιτούμενα προσόντα και την οργάνωση σπουδών. Ιστορικής σημασίας ήταν η Συνδιάσκεψη Σχολικών Ψυχολόγων στις Η.Π.Α. (Thayer Conference, 1954), που υιοθέτησε το πρότυπο του «επιστήμονα – επαγγελματία» (που ίσχυε ήδη στην υγεία). Με βάση το πρότυπο αυτό, ο ψυχολόγος οφείλει να οργανώνει την παρέμβασή του, όχι με βάση απλά την εμπειρία, αλλά με επιστημονικά τεκμηριωμένα πρωτόκολλα. Η Συνδιάσκεψη υιοθέτησε σε εθνικό επίπεδο τον όρο «σχολικός ψυχολόγος» για τον ψυχολόγο στην Εκπαίδευση (μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν μια πληθώρα από ονομασίες ανάλογα με τα προσόντα και το βιογραφικό του κάθε επαγγελματία)  και  ανέπτυξε μια κοινή θέση για το ρόλο, τα καθήκοντα και την αναγκαία κατάρτιση και πιστοποίηση του σχολικού ψυχολόγου.
Βασικό ρόλο στην ανάπτυξη και διαμόρφωση του προφίλ των καθηκόντων και αναγκαίων προσόντων του ψυχολόγου στο χώρο της εκπαίδευσης είχαν δυο κρίσιμες αλλαγές: α) η αντικατάσταση του προτύπου του επαγγελματία που ατομικά αυτοσχεδιάζει στην εφαρμογή της ψυχολογίας και προσπαθεί να βοηθήσει τους μαθητές εμπειρικά, με το πρότυπο του «επιστήμονα-επαγγελματία» και β) η επικράτηση του κοινωνικο-οικολογικού μοντέλου, με εστίαση στις ψυχολογικές διαστάσεις του περιβάλλοντος (Διεθνής Σύμβαση Δικαιωμάτων του παιδιού και Σύμβαση Δικαιωμάτων των ατόμων με Αναπηρία), η οποία αντικατέστησε την ψυχομετρική προσέγγιση και το «ιατρικό πρότυπο» διάγνωσης ατομικών προβλημάτων των παιδιών στο σχολείο.
Σήμερα στις Η.Π.Α. υπάρχει μια διαφωνία σχετικά με το αναγκαίο βασικό πτυχίο επαγγελματικής ειδίκευσης, μεταξύ της N.A.S.P. (National Association of School Psychologists), της μεγαλύτερης στον κόσμο Ένωσης Σχολικών Ψυχολόγων, και της A.P.A. (American Psychological Association) που έχει πλήρη μέλη μόνο κατόχους διδακτορικού. Η A.P.A., υποστηρίζει ότι ο αναγκαίος τίτλος επαγγελματικής ειδίκευσης πρέπει να είναι το διδακτορικό δίπλωμα. Από την άλλη πλευρά, η N.A.S.P., που επισήμως πιστοποιεί τα προγράμματα σπουδών και τα προσόντα των Σχολικών Ψυχολόγων, υποστηρίζει το επίπεδο του μεταπτυχιακού ειδικού προγράμματος σπουδών (με προδιαγραφές περιεχομένου παρόμοιες με αυτές που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα). Η θέση της N.A.S.P. υιοθετείται σήμερα στις Η.Π.Α., όπου ο διδακτορικός τίτλος δεν αποτελεί προϋπόθεση άσκησης του επαγγέλματος του Σχολικού Ψυχολόγου και διεκδίκησης θέσης εργασίας στο εκπαιδευτικό σύστημα.  (https://www.nasponline.org/).
Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο πρώτος Σχολικός Ψυχολόγος διορίστηκε το 1913, σε εποχή που δεν υπήρχαν ακόμη σπουδές Ψυχολογίας. Για πολλά χρόνια, για διοικητικούς λόγους, τα απαραίτητα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος του Σχολικού Ψυχολόγου ήταν Πτυχίο στις Παιδαγωγικές Επιστήμες, εμπειρία σε θέση εκπαιδευτικού και μεταπτυχιακό στην Ψυχολογία.  Όμως, ακολούθησαν δραστικές αλλαγές στα προσόντα και την οργάνωση των υπηρεσιών στην εκπαίδευση (Reconstructing Educational Psychology”, 1978), με την αναδιοργάνωση των σπουδών Α.Ε.Ι. και την υιοθέτηση της αρχής της συμπερίληψης (Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία). Σήμερα, στο Ηνωμένο Βασίλειο μόνο το 21% όσων έχουν πτυχίο Ψυχολογίας (BA) γίνονται επαγγελματίες Ψυχολόγοι (σε αντίθεση με άλλα επαγγέλματα υγείας που έχουν βασικό πτυχίο απόκτησης ειδικότητας). Ο σχολικός ψυχολόγος, από το 2005, αποκτά δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος μετά από σπουδές σε ειδικό τριετές πρόγραμμα επαγγελματικού διδακτορικού (που περιλαμβάνει θεωρητική κατάρτιση και εποπτευόμενη πρακτική άσκηση), που αντικατέστησε τα MSc Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας.
Στη Γαλλία, ο Alfred Binet  (1904) ανέλαβε το πρωτοποριακό για την εποχή έργο της ψυχολογικής υποστήριξης της εκπαίδευσης, με στόχο να βοηθήσει το Υπουργείο Παιδείας να υποστηρίξει όσους δεν μαθαίνουν αποτελεσματικά στη συνήθη σχολική τάξη. Ακολούθως, οργανώθηκαν Σχολικές Ψυχολογικές Υπηρεσίες, με διορισμό σχολικών ψυχολόγων (1945). Από τότε, οι ψυχολόγοι στη εκπαίδευση αυξήθηκαν, επικράτησε, όμως, ένα μοντέλο ψυχολόγου με ανεπαρκείς  σπουδές στην ψυχολογία και ένα διοικητικό καθεστώς συνταύτισης με τα προσόντα του «ειδικού δασκάλου». Δημιουργήθηκε, έτσι, μια κατάσταση απόκλισης από τα πρότυπα πολλών άλλων αναπτυγμένων χωρών (Jean-Claude, 1984), ενώ παρέμεινε κυρίαρχο το ιατρικό μοντέλο και η ψυχοπαθολογική προσέγγιση των νοητικών, συναισθηματικών και συμπεριφορικών προβλημάτων των παιδιών στη μάθηση. Πρόσφατα, ωστόσο, το Υπουργείο προχώρησε στην επανεξέταση του τρόπου υποστήριξης των μαθητών και ανέπτυξε ένα νέο ενιαίο σώμα «ψυχολόγων της εκπαίδευσης», με μεταπτυχιακή επαγγελματική ειδίκευση, που θα αναλαμβάνει αυτό το έργο σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι «ψυχολόγοι της εκπαίδευσης», ως ειδικευμένο σώμα του προσωπικού της εκπαίδευσης (PsyEN), αποτελούν μέρος της υπηρεσίας της δημόσιας εκπαίδευσης και  έχουν ως βασικό έργο τους την καταπολέμηση των επιπτώσεων των κοινωνικών ανισοτήτων και τη σχολική επιτυχία όλων των μαθητών.
Γενικότερα, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί αλλαγές στην εκπαίδευση των Ψυχολόγων. Οι αλλαγές αυτές αφορούν στην οργάνωση των σπουδών στα ΑΕΙ (πτυχίο, μεταπτυχιακό δυο ετών και διδακτορικό τριών ετών) και στην εφαρμογή της αρχής της συμπερίληψης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εκπαίδευση, και εισαγάγουν ως σημαντική διάσταση στην εκπαιδευτική διαδικασία την  παροχή ψυχολογικών υπηρεσιών για όλους τους μαθητές. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές του EuroPsy  και τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Συλλόγων Ψυχολόγων (E.F.P.A., 2001), τα ελάχιστα ποιοτικά πρότυπα στην εκπαίδευση και κατάρτιση του Ψυχολόγου στην Ευρώπη περιλαμβάνουν πέντε χρόνια ακαδημαϊκής εκπαίδευσης στην Ψυχολογία, που είναι αναγκαία για μια άρτια θεωρητική επιστημονική εκπαίδευση, καθώς και ειδική επαγγελματική κατάρτιση με ένα έτος εποπτευόμενης πρακτικής. Αυτό το πρότυπο αποτελεί τη βάση των αλλαγών για τους ψυχολόγους στην εκπαίδευση  (E.F.P.A. Position Paper on Psychologists in the Educational System, 2011) και της οργάνωσης μεταπτυχιακών σπουδών (Master) στη Σχολική Ψυχολογία στις χώρες που δεν είχαν οργανωμένες υπηρεσίες σχολικής ψυχολογικής υποστήριξης (π.χ. Ολλανδία, Πορτογαλία, Ελβετία, Ιταλία). Ιστορικά και παγκόσμια υπάρχουν διαφορετικά βασικά επίπεδα εκπαίδευσης του Σχολικού Ψυχολόγου (Bachelor, Master και Διδακτορικό Ειδικότητας). Σήμερα, διαπιστώνεται μια διεθνής τάση στην κατεύθυνση της ψυχολογικής υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου και των αντίστοιχων σπουδών, με την πλειοψηφία των χωρών (85.37%)  να ορίζουν ως βασικό και υποχρεωτικό το μεταπτυχιακό ειδίκευσης στο επάγγελμα (Jimerson, Graydon, Curtis, and Staskal, 2007).
Η ρύθμιση των ειδικών προσόντων του ψυχολόγου στην εκπαίδευση, η εναρμόνιση με το διεθνές πλαίσιο αναφοράς και η συμμόρφωση στα νομοθετημένα ελάχιστα τυπικά ειδικά προσόντα, διασφαλίζουν την ενιαία άσκηση του επαγγέλματος, κατ’ αντιστοιχία με τις εξ αντικειμένου αρμοδιότητές του. Επιπλέον, διασφαλίζουν την ποιότητα, την προσβασιμότητα και την ισότητα των ευκαιριών στην προσφορά ψυχολογικής υποστήριξης, με σεβασμό προς τις ανάγκες και τα δικαιώματα των ωφελουμένων. Η καθιέρωση και η εφαρμογή των προτύπων αυτών στα προσόντα και το ρόλο του Σχολικού Ψυχολόγου αποτελεί σε όλη την Ευρώπη μια πρόκληση για τους επαγγελματίες και τους πολιτικούς (E.F.P.A., 2011).

2017  Ε.Σχο.Ψ.Ε  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου